- προδοτική
- προδοτικόςtraitorousfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
Απολλωνία — I Ονομασία γιορτής στην αρχαία Ελλάδα και αθλητικών αγώνων στη Ρώμη. 1. Εξιλαστήρια γιορτή που τελούσαν στη Σικυώνα προς τιμήν του Απόλλωνα και της Άρτεμης και σε ανάμνηση της απαλλαγής των κατοίκων της από λοιμό που είχε ενσκήψει στην πόλη όταν… … Dictionary of Greek
Βισί — (Vichy).Πόλη (26.000 κάτ. το 2002) της κεντρικής Γαλλίας, που ανήκει στον νομό Αλιέ και βρίσκεται στην περιοχή Λιμάν Μπουρμπονέζ, στο σημείο όπου συμβάλλουν οι ποταμοί Αλιέ και Σισόν. Είναι γνωστή για τις ιαματικές της πηγές και έχει βιομηχανίες… … Dictionary of Greek
Γάλβας — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Γ. Μάξιμος, Πόπλιος Σουλπίκιος (τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ.).Ύπατος της Ρώμης (211 π.Χ.), εργάστηκε για την άμυνα της Ρώμης εναντίον του Καρχηδόνιου στρατηγού Αννίβα. Αργότερα τέθηκε επικεφαλής… … Dictionary of Greek
Πήλιος, Γούσης — Σουλιώτης οπλαρχηγός. Καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια των Γούσηδων. Συνεργάστηκε με τον Αλή πασά για την υποταγή του Σουλίου. Η προδοτική του δράση μνημονεύεται στο ποίημα του Αρ. ΒαλαωρίτηΟ καλόγερος, στο οποίο ο προδότης προσπαθεί να πείσει… … Dictionary of Greek
Τσακάλωφ, Αθανάσιος — (Ιωάννινα μετά το 1790 – Μόσχα 1851). Ηπειρώτης Φιλικός. Νέος, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να καταφύγει στον πατέρα του, στη Ρωσία, απ’ όπου στάλθηκε (το 1814;) για σπουδές στο Παρίσι. Τον επόμενο χρόνο ωστόσο αφήνει τη… … Dictionary of Greek
προδοτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε προδότη: Προδοτική συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)